εναπόδεικτος

εναπόδεικτος
ἐναπόδεικτος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται φανερός με αποδείξεις, αποδεδειγμένος, σαφής, φανερός, εναργής («τὰς ἐναποδείκτους τοῡ δεσπότου φωνάς», Αθανάσ.).
επίρρ...
ἐναποδείκτως
αποδεδειγμένως, σαφώς, φανερά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”